- καταπολιτεύομαι
- καταπολῑτεύομαι,A subdue or reduce by policy, τινα D.19.315, Plu. Pomp.51, Galb.20, etc.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
καταπολιτεύομαι — subdue pres ind mp 1st sg καταπολῑτεύομαι , καταπολιτεύομαι subdue pres ind mp 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταπολιτεύομαι — (Α) καταβάλλω κάποιον με την πολιτική, αντιπολιτεύομαι σφοδρά («ὃν τρόπον ὐμᾱς κατεπολιτεύσατο Φίλιππος», Δημοσθ.) … Dictionary of Greek
καταπολιτευσάμενος — καταπολιτεύομαι subdue aor part mp masc nom sg καταπολῑτευσάμενος , καταπολιτεύομαι subdue aor part mid masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταπολιτευόμενοι — καταπολιτεύομαι subdue pres part mp masc nom/voc pl καταπολῑτευόμενοι , καταπολιτεύομαι subdue pres part mp masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταπολιτευόμενος — καταπολιτεύομαι subdue pres part mp masc nom sg καταπολῑτευόμενος , καταπολιτεύομαι subdue pres part mp masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταπολιτεύονται — καταπολιτεύομαι subdue pres ind mp 3rd pl καταπολῑτεύονται , καταπολιτεύομαι subdue pres ind mp 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταπολιτεύω — καταπολῑτεύω , καταπολιτεύομαι subdue pres subj act 1st sg καταπολῑτεύω , καταπολιτεύομαι subdue pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατεπολιτεύετο — κατεπολῑτεύετο , καταπολιτεύομαι subdue imperf ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατεπολιτεύσατο — κατεπολῑτεύσατο , καταπολιτεύομαι subdue aor ind mid 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)